- ευχάρακτος
- εὐχάρακτος, -ον (Α)(για νομίσματα) αυτός που έχει καθαρή, σαφή χάραξη, καλή εκτύπωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. απαρα-χάρακτος, δι-χάρακτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐχάρακτα — εὐχάρακτος clearly stamped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάρακτ' — εὐχάρακτα , εὐχάρακτος clearly stamped neut nom/voc/acc pl εὐχάρακτε , εὐχάρακτος clearly stamped masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)